χαζίρι, άκλ. επίθ. (<τουρκ. hazir), που είναι έτοιμος·
- τα θέλει όλα χαζίρι ή όλα χαζίρι τα θέλει, τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς να κοπιάσει: «αν δεν του το πας μπροστά στα πόδια του δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να το πάρει, γιατί τα θέλει όλα χαζίρι || όλα χαζίρι τα θέλει αυτός ο άνθρωπος απ’ τους δικούς του, γι’ αυτό δε νοιάζεται καθόλου για δουλειά».